ἀποκωκύω

Revision as of 21:36, 30 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (3)

English (LSJ)

   A mourn loudly over, τινά A.Ag.1544.

German (Pape)

[Seite 310] laut beklagen, Aesch. Ag. 1524 ψυχήν.

Greek (Liddell-Scott)

ἀποκωκύω: θρηνῶ μεγαλοφώνως, κτείνασ' ἄνδρα τὸν αὑτῆς ἀποκωκῦσαι Αἰσχύλ. Ἀγ. 1544.

French (Bailly abrégé)

se lamenter sur, acc..
Étymologie: ἀπό, κωκύω.

Spanish (DGE)

honrar con lamentos ἄνδρα A.A.1544
abs. gemir de un pájaro, Rhian.73.3.

Greek Monolingual

ἀποκωκύω (Α)
μοιρολογώ κάποιον.
[ΕΤΥΜΟΛ. < απο- + κωκύω «κραυγάζω, θρηνώ»].

Greek Monotonic

ἀποκωκύω: μέλ. -ύσω [ῡ], θρηνώ μεγαλοφώνως, οδύρομαι για, τινά, σε Αισχύλ.