ἀποκωκύω
English (LSJ)
A mourn loudly over, τινά A.Ag.1544.
German (Pape)
[Seite 310] laut beklagen, Aesch. Ag. 1524 ψυχήν.
Greek (Liddell-Scott)
ἀποκωκύω: θρηνῶ μεγαλοφώνως, κτείνασ' ἄνδρα τὸν αὑτῆς ἀποκωκῦσαι Αἰσχύλ. Ἀγ. 1544.
French (Bailly abrégé)
se lamenter sur, acc..
Étymologie: ἀπό, κωκύω.
Spanish (DGE)
honrar con lamentos ἄνδρα A.A.1544
•abs. gemir de un pájaro, Rhian.73.3.
Greek Monolingual
ἀποκωκύω (Α)
μοιρολογώ κάποιον.
[ΕΤΥΜΟΛ. < απο- + κωκύω «κραυγάζω, θρηνώ»].
Greek Monotonic
ἀποκωκύω: μέλ. -ύσω [ῡ], θρηνώ μεγαλοφώνως, οδύρομαι για, τινά, σε Αισχύλ.