ἀντεπιτάσσω

Revision as of 21:40, 30 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (3)

English (LSJ)

   A order in turn, τινὶ ποιεῖν τι Th.1.135; τινί τι Pl.Ti.20b.

German (Pape)

[Seite 247] dagegen auftragen, τινί, Plat. Tim. 20 b; Thuc. 1, 135.

Greek (Liddell-Scott)

ἀντεπιτάσσω: ἐπιτάσσω καὶ ἐγώ, τινὶ ποιεῖν τι Θουκ. 1. 135· τινί τι Πλάτ. Τίμ. 20Β.

French (Bailly abrégé)

donner ordre à son tour.
Étymologie: ἀντί, ἐπιτάσσω.

Spanish (DGE)

mandar, ordenar a su vez ἀντεπέταξαν τοῖς Λακεδαιμονίοις ἐλαύνειν αὐτό Th.1.135, ὑμῖν ἃ καὶ νῦν λέγω Pl.Ti.20b, en v. pas. αὐτὸς ἀντεπιταχθῆναι δύναμαι D.C.53.9.1.

Greek Monolingual

ἀντεπιτάσσω (Α)
διατάζω, προστάζω και εγώ.

Greek Monotonic

ἀντεπιτάσσω: μέλ. -ξω, διατάζω με τη σειρά μου, τινὶ ποιεῖν τι, σε Θουκ.