ἀντεπιτάσσω
From LSJ
English (LSJ)
order in turn, τινὶ ποιεῖν τι Th.1.135; τινί τι Pl.Ti.20b.
Spanish (DGE)
mandar, ordenar a su vez ἀντεπέταξαν τοῖς Λακεδαιμονίοις ἐλαύνειν αὐτό Th.1.135, ὑμῖν ἃ καὶ νῦν λέγω Pl.Ti.20b, en v. pas. αὐτὸς ἀντεπιταχθῆναι δύναμαι D.C.53.9.1.
German (Pape)
[Seite 247] dagegen auftragen, τινί, Plat. Tim. 20 b; Thuc. 1, 135.
French (Bailly abrégé)
donner ordre à son tour.
Étymologie: ἀντί, ἐπιτάσσω.
Russian (Dvoretsky)
ἀντεπιτάσσω: атт. ἀντεπιτάττω в свою очередь приказывать (τινὶ ποιεῖν τι Thuc. и τινί τι Plat.).
Greek (Liddell-Scott)
ἀντεπιτάσσω: ἐπιτάσσω καὶ ἐγώ, τινὶ ποιεῖν τι Θουκ. 1. 135· τινί τι Πλάτ. Τίμ. 20Β.
Greek Monolingual
ἀντεπιτάσσω (Α)
διατάζω, προστάζω και εγώ.
Greek Monotonic
ἀντεπιτάσσω: μέλ. -ξω, διατάζω με τη σειρά μου, τινὶ ποιεῖν τι, σε Θουκ.
Middle Liddell
to order in turn, τινὶ ποιεῖν τι Thuc.