ἄπροικος
English (LSJ)
ον, (προίξ)
A without portion or dowry, ἄ. τὴν ἀδελφὴν διδόναι Is.3.29, cf. D.40.20; λαβεῖν Lys.19.15, Diod. Com.3.4, cf. Men.Mon. 371.
German (Pape)
[Seite 338] (προίξ), nicht ausgestattet, ohne Mitgift, λαβεῖν τινα Lys. 19, 15, wie Diod. com. Stob. fl. 72, 1; διδόναι Is. 2, 5 u. öfter, wie Dem. 40, 20.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
sans dot.
Étymologie: ἀ, προίξ.
Spanish (DGE)
-ον
carente de dote de mujeres ἄπροικον τὴν τοιαύτην ... μεμαρτυρήκασι Is.3.29, cf. 2.5, Lys.19.15, D.40.20, Men.Dysc.308, Mon.517, Diod.Com.3.4, Plu.2.227f, Ael.VH 6.6., Heph.Astr.3.9.37.
Greek Monolingual
κ. απροίκιστος (AM ἄπροικος, -ον)
ο χωρίς προίκα
νεοελλ.
αυτός που δεν έχει ακόμη ετοιμάσει την προίκα
αρχ.
ο χωρίς μερίδιο.
Greek Monotonic
ἄπροικος: -ον (προίξ), αυτός που δεν έχει μερίδιο σε κάτι ή σε προίκα· ἄπροικον τὴν ἀδελφὴν διδόναι, παντρεύω την αδελφή μου χωρίς να την έχω προικίσει, σε Ισαίο.