Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!
ἀσάομαι: Παθ. προστ. ἀσῶ, μτχ. ἀσώμενος, αόρ. αʹ ἠσήθην (ἄση)· αισθάνομαι αηδία ή ναυτία, είμαι αηδιασμένος ή προσβεβλημένος από κάτι, με δοτ., σε Θέογν.· τὴν ψυχὴν ἀσηθῆναι, σε Ηρόδ.· ἀσώμενος ἐν φρεσί, σε Θεόκρ.