αηδία

From LSJ

Μηδέν ποτε κοινοῦ τῇ γυναικὶ χρήσιμον → Utile communicato mulieri nihil → Nie teile etwas Wertvolles mit deiner Frau

Menander, Monostichoi, 361

Greek Monolingual

η (Α ἀηδία)
1. αηδιαστική γεύση, ανοστιά, σιχασιά
2. αηδιαστικό αίσθημα, αποστροφή, απέχθεια, αντιπάθεια
νεοελλ.
ανόητος λόγος, βλακεία, σαχλαμάρα
αρχ.
1. δυσαρέσκεια
2. μισητή, οχληρή παρουσία.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < αηδής.
ΠΑΡ. αηδιάζω].