ἀντιπορεῖν

Revision as of 21:48, 30 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (3)

English (LSJ)

aor. with no pres. in use,

   A give instead, APl.5.341.

Greek (Liddell-Scott)

ἀντιπορεῖν: ἀόρ. ἄνευ ἐνεστ. ἐν χρήσει, παρέχω τι ἀντί τινος, καὶ ἵππους ἀντιπορὼν Ἀνθ. Πλαν. 341.

French (Bailly abrégé)

ao.2 sans prés.
donner à la place de.
Étymologie: ἀντί, ἔπορον.

Spanish (DGE)

aor. sin pres. en uso dar a su vez ἵππους κρείσσονας ἀντιπορών AP 16.341.

Greek Monotonic

ἀντιπορεῖν: αόρ. βʹ με ενεστ. σε αχρηστία, δίνω αντί άλλου, σε Ανθ.