ἔπορον

From LSJ

Τὶ δὲ σὺ διά τὸν Θεὸν δύνασαι ἀρνηθῆναι; Οἷον δὲ μέτρον ἀγάπης τῶν ἀγαπώντων σε ἐστί; (Χρύσανθος Καταπόδης, Σχολὴ Ζωῆς) → ?

Source

French (Bailly abrégé)

v. πόρω.

Russian (Dvoretsky)

ἔπορον: aor. 2 к πορεῖν.

German (Pape)

s. *πόρω.