ἄστεπτος

Revision as of 21:52, 30 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (3)

English (LSJ)

ον, (στέφω)

   A uncrowned, τίς ἄ. θεῶν; E.Heracl.440.

German (Pape)

[Seite 375] nicht bekränzt, ungeehrt, Eur. Heracl. 441 τίς ἄστεπτος θεῶν;

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
non paré de couronnes ou de guirlandes ; non honoré.
Étymologie: ἀ, στέφω.

Spanish (DGE)

-ον no coronado τίς γὰρ ἄ. θεῶν; E.Heracl.440.

Greek Monolingual

ἄστεπτος, -ον (Α) στέφω
1. αυτός που δεν έχει στεφθεί
2. εκείνος στον οποίο δεν έχει προσφερθεί στεφάνι.

Greek Monotonic

ἄστεπτος: -ον (στέφω), αυτός που δεν έχει στέμμα, σε Ευρ.