βαθυπόλεμος

Revision as of 21:52, 30 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (3)

English (LSJ)

ον,

   A plunged deep in war, Pi.P.2.1.

German (Pape)

[Seite 424] Ἄρης, stets, tief im Kriege begriffen, Pind. P. 2, 1.

Greek (Liddell-Scott)

βᾰθῠπόλεμος: -ον, βεβυθισμένος εἰς πόλεμον, Ἄρης Πίνδ. Π. 2. 2.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
profondément belliqueux.
Étymologie: βαθύς, πόλεμος.

English (Slater)

βᾰθῠπόλεμος
   1 deep in war βαθυπολέμου Ἄρεος (P. 2.1)

Spanish (DGE)

(βᾰθῠπόλεμος) -ον sumido en la guerra Ares, Pi.P.2.1.

Greek Monolingual

βαθυπόλεμος, -ον (Α)
(για τον Άρη) αυτός που ασχολείται διαρκώς με τον πόλεμο.

Greek Monotonic

βᾰθῠπόλεμος: -ον, αυτός που έχει βυθιστεί στον πόλεμο, σε Πίνδ.