βαθυπόλεμος

From LSJ

καὶ κεραμεὺς κεραμεῖ κοτέει καὶ τέκτονι τέκτων, καὶ πτωχὸς πτωχῷ φθονέει καὶ ἀοιδὸς ἀοιδῷ → and potter is ill-disposed to potter, and carpenter to carpenter, and the beggar is envious of the beggar, the singer of the singer

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: βᾰθυπόλεμος Medium diacritics: βαθυπόλεμος Low diacritics: βαθυπόλεμος Capitals: ΒΑΘΥΠΟΛΕΜΟΣ
Transliteration A: bathypólemos Transliteration B: bathypolemos Transliteration C: vathypolemos Beta Code: baqupo/lemos

English (LSJ)

βαθυπόλεμον, plunged deep in war, Pi.P.2.1.

Spanish (DGE)

(βᾰθῠπόλεμος) -ον sumido en la guerra Ares, Pi.P.2.1.

German (Pape)

[Seite 424] Ἄρης, stets, tief im Kriege begriffen, Pind. P. 2, 1.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
profondément belliqueux.
Étymologie: βαθύς, πόλεμος.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

βαθυπόλεμος -ον βαθύς, πόλεμος gezegd van Ares doordrenkt van oorlog.

Russian (Dvoretsky)

βαθυπόλεμος: крайне воинственный (Ἄρης Pind.).

Greek (Liddell-Scott)

βᾰθῠπόλεμος: -ον, βεβυθισμένος εἰς πόλεμον, Ἄρης Πίνδ. Π. 2. 2.

English (Slater)

βᾰθῠπόλεμος
1 deep in war βαθυπολέμου Ἄρεος (P. 2.1)

Greek Monolingual

βαθυπόλεμος, -ον (Α)
(για τον Άρη) αυτός που ασχολείται διαρκώς με τον πόλεμο.

Greek Monotonic

βᾰθῠπόλεμος: -ον, αυτός που έχει βυθιστεί στον πόλεμο, σε Πίνδ.

Middle Liddell

plunged deep in war, Pind.