βοηθητέον

Revision as of 21:56, 30 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (3)

English (LSJ)

   A one must help, X.HG6.5.10, D.1.17, etc.    II Adj. -ητέος, α, ον, Jul.Or.7.229a.

Greek (Liddell-Scott)

βοηθητέον: ῥημ. ἐπίθ., πρέπει τις νὰ βοηθήσῃ, Ξεν. Ἑλλ. 6. 5, 10, Δημ. 14. 5.

Spanish (DGE)

hay que socorrer c. dat. τοῖς τεθνεῶσι X.HG 6.5.10, cf. D.1.17, ἐπανόρθωσιν ἔχουσι Arist.EN 1165b19, τοῖς λυπουμένοις Lib.Or.39.1, tb. en plu. βοηθητέα γοῦν τῷ ἀνδρί Luc.Lex.20, c. or. final βοηθητέον ὡς τὸ κενὸν πληρώσῃς Hp.Epid.6.5.6.

Greek Monotonic

βοηθητέον: ρημ. επίθ., πρέπει κάποιος να βοηθήσει, σε Ξεν., Δημ.