βλύσις
English (LSJ)
[ῠ], εως, ἡ,
A bubbling up, AP9.819:—also βλύσμα, ατος, τό, Hdn.Epim.11: βλυσμός, ὁ, Gloss.
German (Pape)
[Seite 450] ἡ, = folgdm, πνεύματος Anth. IX, 819.
Greek (Liddell-Scott)
βλύσις: [ῠ], εως, ἡ, ἀνάβλυσις, Ἀνθ. II. 9. 819. ― Ὡσαύτως βλύσμα, τό, Ἡρῳδιαν. Ἐπιμ. 11, βλυσμός, ὁ, Γλωσσ.
French (Bailly abrégé)
εως (ἡ) :
écoulement d’un liquide bouillonnant, d’où bouillonnement.
Étymologie: βλύω.
Spanish (DGE)
-εως, ἡ
• Prosodia: [-ῠ-]
borboteo, chorro c. gen. τῶν ὑδάτων Cat.Cod.Astr.8(3).178, γάλακτος Anecd.Ludw.243.26
•fig. Πνεύματος θείου AP 9.819.
Greek Monotonic
βλύσις: [ῠ], -εως, ἡ, ανάβλυση, σε Ανθ.