βλύω
Πέτρος Ἰουδαίοις τάδε πρῶτα τεθέσπικε πιστοῖς → Peter has laid down the following first writing for the Jewish faithful
English (LSJ)
= βλύζω, c. dat., φόνῳ βλύουσαι Lyc.301: c. acc., δέμας οἱ ἔβλυεν ὕδωρ Nonn. D. 19.287: c. gen., παρ' ὄρει θερμῶν ὑδάτων βλύοντι OGI199.11. [ῡ between two long syllable in Ep., ἀνα-βλύεσκε A.R. 3.223, cf. 4.1417.]
Spanish (DGE)
1 brotar a chorros c. gen. παρ' ὄρε<σ>ι θερμῶν ὑδάτων βλύοντι OGI 199.11 (Nubia I d.C.), cf. Ammon.Diff.111
•fig. c. dat. ὄβριμοι χέρες, φόνῳ βλύουσαι vigorosos brazos que destilan odio Lyc.301.
2 rezumar, manar c. ac. int. δέμας δὲ οἱ ἔβλυεν ὕδωρ Nonn.D.19.287, cf. Par.Eu.Io.4.6.
• Etimología: v. βλύζω.
German (Pape)
[Seite 450] fut. βλύσω (vgl. βρύω), 1) hervorquellen, überströmen, voll sein, κύλιξ λυαίῳ Maced. 2 (XI, 58); αἷμα δι' ἕλκεος Qu. Sm. 1, 242, u. sonst bei Sp. – 2) ausgießen, Nonn.
French (Bailly abrégé)
1 sortir en bouillonnant, bouillonner;
2 laisser couler ou faire jaillir en bouillonnant.
Étymologie: DELG étym. inconnue ; à rapprocher pê de all. Quelle -- DELG suppl. : à rapprocher de φλύω.
Greek (Liddell-Scott)
βλύω: βλύζω, μ. δοτ., φόνῳ βλύουσαι Λυκ. 301· μ. αἰτ., ὕδωρ… ἔβλυε πηγὴ Νόνν. Εὐαγγ. κ. Ἰωάνν. 2. στίχ. 6· ἀόρ. ἔβλυσε Χρ. Πάσχ. 1087· οὕτω καὶ βλύσσω, Νόνν. Εὐαγγ. κ. Ἰωάνν. 7. στίχ. 38· βλυστάνω Ἰωάνν. Χρυσ., κτλ.· πρβλ. βλίττω. [ῡ μεταξὺ δύο μακρῶν συλλαβῶν παρ' Ἐπ., ἀνβλύεσκε Ἀπολλ. Ρόδ. Γ. 223, πρβλ. 4. 1417].
Greek Monolingual
βλύω (Α)
βλύζω.
[ΕΤΥΜΟΛ. Υστερογενής ενεστώτας του ρ. βλύζω (πρβλ. βρύω, φλύω)].