ζέσιν τοῦ περὶ καρδίαν αἵματος καὶ θερμοῦ → surging of the blood and heat round the heart
η (Α ἀνάβλυσις) ἀναβλύζω(για υγρά) αναπήδηση, εξακόντιση, ανάβρυση.