βομβήεις

Revision as of 22:08, 30 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (3)

English (LSJ)

εσσα, εν,

   A = βομβητικός, APl.4.74; κῦμα Nonn.D.3.32.

German (Pape)

[Seite 453] εσσα, εν, summend, μέλισσα Ep. ad. 467 (Plan. 74); brausend, κῦμα Nonn. D. 3, 32.

Greek (Liddell-Scott)

βομβήεις: εσσα, εν, = βομβητικός, Ἀνθ. II. 4. 74.

French (Bailly abrégé)

ήεσσα, ῆεν;
1 qui bourdonne (abeille);
2 qui gronde (flot).
Étymologie: βόμβος.

Spanish (DGE)

-εσσα, -εν
zumbón μέλισσα AP 16.74
retumbante κῦμα Nonn.D.3.32.

Greek Monolingual

βομβήεις, -εσσα, -εν (Α) βόμβος
ο γεμάτος βόμβο.

Greek Monotonic

βομβήεις: -εσσα, -εν (βομβέω), αυτός που βουΐζει, αυτός που ζουζουνίζει, σε Ανθ.