δημόκραντος

Revision as of 22:08, 30 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (3)

English (LSJ)

ον,

   A ratified by the people, ἀρὰ δ. A.Ag.457(lyr.).

German (Pape)

[Seite 563] ἀρά, vom Volk bestätigt, Aesch. Ag. 445.

Greek (Liddell-Scott)

δημόκραντος: -ον, ὑπὸ τοῦ λαοῦ ἐπικυρωθείς, ἀρὰ δ. Αἰσχύλ.Ἀγ. 457.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
ratifié par le peuple.
Étymologie: δῆμος, κραίνω.

Spanish (DGE)

-ον ratificado por el pueblo, ἀρά A.A.457.

Greek Monolingual

δημόκραντος, -ον (Α)
αυτός που επικυρώθηκε από τον λαό («δημοκράντου δ' ἀρᾱς»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < δήμος + -κραντος < κραίνω «φέρω κάτι σε πέρας, εκπληρώνω»].

Greek Monotonic

δημόκραντος: -ον (κραίνω), εγκεκριμένος από το λαό, σε Αισχύλ.