δικέραιος

Revision as of 22:16, 30 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (4)

English (LSJ)

ον,

   A twohorned, two-pointed, στόρθυγξ AP6.111 (Antip.(?)).

Greek (Liddell-Scott)

δῐκέραιος: -ον, δύο κέρατα ἔχων. Ἀνθ. Π.6.111.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
à deux cornes.
Étymologie: δίς, κέρας.

Spanish (DGE)

(δῐκέραιος) -ον
de dos puntas, ahorquilladode la cuerna de ciervo AP 6.111 (Antip.Sid.).

Greek Monotonic

δῐκέραιος: -ον (κέρας), αυτός που έχει δύο κέρατα, σε Ανθ.