δικέραιος

From LSJ

Ζῆν οὐκ ἔδει γυναῖκα κατὰ πολλοὺς τρόπους → Nullam esse decuit feminam multis modis → Kein Leben steht der Frau aus vielen Gründen zu

Menander, Monostichoi, 198
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δῐκέραιος Medium diacritics: δικέραιος Low diacritics: δικέραιος Capitals: ΔΙΚΕΡΑΙΟΣ
Transliteration A: dikéraios Transliteration B: dikeraios Transliteration C: dikeraios Beta Code: dike/raios

English (LSJ)

δικέραιον, two-horned, two-pointed, στόρθυγξ AP6.111 (Antip.(?)).

Spanish (DGE)

(δῐκέραιος) -ον
de dos puntas, ahorquillado de la cuerna de ciervo AP 6.111 (Antip.Sid.).

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
à deux cornes.
Étymologie: δίς, κέρας.

German (Pape)

mit zwei Hörnern, Spitzen, στόρθυγξ Antip.Sid. 19 (VI.111).

Russian (Dvoretsky)

δικέραιος: двурогий, с двумя остриями (στόρθυγξ Anth.).

Greek (Liddell-Scott)

δῐκέραιος: -ον, δύο κέρατα ἔχων. Ἀνθ. Π.6.111.

Greek Monotonic

δῐκέραιος: -ον (κέρας), αυτός που έχει δύο κέρατα, σε Ανθ.

Middle Liddell

δικέραιος, δικέραιον adj κέρας
two-horned, two-pointed, Anth.