[Seite 699] oder ἑάων, ep. gen. plur. zu ἐΰς, w. m. s.
ἐάων: ᾱ Ἐπ. ἀντὶ ἐήων, γεν. πληθ. τοῦ ἐΰς. Ὁμ.
v. ἐΰς.
see ἐύς.
ἐάων: [ᾱ], Επικ. αντί ἐήων, γεν. πληθ. του ἐΰς.