δοξοκόπος

Revision as of 22:24, 30 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (4)

English (LSJ)

ον, =

   A thirsting for notoriety, Teles p.39H., Ph.2.269, Muson.Fr.7p.29H., D.Chr.32.24.

German (Pape)

[Seite 657] ehrsüchtig, Teles bei Stob. dor. 97, 51 M.; Philo.

Greek (Liddell-Scott)

δοξοκόπος: -ον, (κόπτω) ὁ περὶ τὴν δόξαν σφόδρα σπουδάζων, Τέλης παρὰ Στοβ. 523. 34· πρβλ. δημοκόπος· -ἐντεῦθεν δοξοκοπέω, ἐπιδιώκω δόξαν, φήμην, Πολύβ. ἀποσπ. σ. 391, Πλούτ. Περικλ. 5· -καὶ δοξοκοπία, ἡ, φιλοδοξία ἀκόρεστος, αὐτόθι, κτλ.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui recherche la gloire ou les honneurs.
Étymologie: δόξα, κόπτω.

Spanish (DGE)

-ον
ansioso o deseoso de fama, de popularidad, ἄπληστος καὶ δ. καὶ δεισιδαίμων Bio Bor.34, cf. Teles p.39, Ph.2.269, Phld.Oec.22.24, Muson.7 (p.58.1), D.Chr.32.24, 34.31, Ast.Am.Hom.8.21.2.

Greek Monolingual

δοξοκόπος, ο (Α)
αυτός που κόπτεται για τη δόξα, υπερβολικά φιλόδοξος.

Greek Monotonic

δοξοκόπος: -ον (κόπτω), αυτός που επιδιώκει φήμη, ακόρεστα φιλόδοξος.