δεισιδαίμων
Ξένῳ δὲ σιγᾶν κρεῖττον ἢ κεκραγέναι → Silere quam clamare peregrinum decet → für Fremde ist zu schweigen besser als zu schrein
English (LSJ)
δεισιδαίμον, gen. δεισιδαίμονος, (δείδω)
A afraid of the gods, fearing the gods,
1 in good sense, pious, religious, X.Cyr.3.3.58, Ages.11.8; δ. εἶναι καὶ φροντίζειν τῶν θεῶν Arist.Pol.1315a1; φίλος θνητοῖς εἴς τ' ἀθανάτους δ. IG14.1683: Comp. δεισιδαιμονέστερος Act.Ap.17.22.
2 in bad sense, superstitious, Thphr. Char.16, Phld.Piet.105; δεισιδαίμων διάθεσις = δεισιδαιμονία, D.S.1.62: Comp. δεισιδαιμονέστερος D.L.2.132: Sup. δεισιδαιμονέστατος Luc. Pr.Im.27. Adv. δεισιδαιμόνως = religiously, superstitiously Aristeas 129, Ph.1.195, Corn.ND27.
Spanish (DGE)
-ον
I 1c. sent. posit. piadoso, temeroso de lo divino o respetuoso de lo divino οἱ δεισιδαίμονες ἧττον τοὺς ἀνθρώπους φοβοῦνται X.Cyr.3.3.58, ἐὰν δεισιδαίμονα νομίζωσιν εἶναι τὸν ἄρχοντα καὶ φροντίζειν τῶν θεῶν si consideran que su jefe es piadoso y que atiende a los dioses Arist.Pol.1315a1, δεισιδαίμων διάθεσις (como equiv. a δεισιδαιμονία) D.S.1.62, πᾶσι φίλος θνητοῖς εἴς τ' ἀθανάτους δ. IUrb.Rom.1237.3 (II/III d.C.), δεισιδαιμονεστέρους ὑμᾶς θεωρῶ Act.Ap.17.22, cf. X.Ages.11.8, 3, Phld.Piet.p.123, Hdn.Epim.22.
2 c. sent. peyor. supersticioso Thphr.Char.16.1, de los paflagones, Luc.Alex.9, δεισιδαίμονες ... φύσει βάρβαροι X.Eph.3.11.4, de los crist. ἐὰν δέ τις ... ἐγκαλῇ ὡς δεισιδαίμονας ποιοῦντι τῷ λόγῳ ἡμῶν si alguien acusa a nuestra doctrina de hacer supersticiosos Origenes Cels.3.79, op. εὐσεβής Origenes Cels.4.5, cf. Ph.1.146, Plu.2.54c, Iust.Phil.1Apol.2.3
•subst. τὸ δεισιδαῖμον = temor supersticioso τὸ ... περὶ θεοὺς δ. M.Ant.1.16, cf. Clem.Al.Prot.2.13
•subst. ὁ Δεισιδαίμων = el supersticioso tít. de una obra de Menandro, C.C.164.
3 pagano, hereje οἱ δεισιδαίμονες τῶν εἰδώλων Epiph.Const.Haer.2.7.4, κατεβόων ... μου ... ὡσεὶ κατὰ δεισιδαίμονος me gritaron como a un hereje Manes 100.14.
II adv. δεισιδαιμόνως
1 escrupulosamente en lo ref. a las prácticas religiosas, Aristeas 129, τὰ πρὸς τοὺς θεοὺς δεισιδαιμόνως καὶ ψοφοδεῶς ἔχω Luc.Pr.Im.7.
2 supersticiosamente Ph.1.195, Corn.ND 27.
German (Pape)
[Seite 541] ον, die Götter fürchtend, a) im guten Sinne, gottesfürchtig, Xen. Cyr. 3, 3, 58; = φροντίζων τῶν θὲῶν Arist. Pol. 5, 11. – b) in tadelndem Sinne, abergläubisch, die Götter knechtisch fürchtend, vgl. Theophr. Char. 25; εἰς δεισιδαίμονα διάθεσίν τινα ἐμβάλλειν D. Sic. 4, 51; vgl. 1, 62; so a. Sp.
French (Bailly abrégé)
ων, ον, gén. δεισιδαίμονος;
qui craint les dieux.
Étymologie: δείδω, δαίμων.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
δεισιδαίμων -ον, gen. δεισιδαίμονος [δείδω, δαίμων] godvrezend. bang voor het bovennatuurlijke, bijgelovig.
Russian (Dvoretsky)
δεισῐδαίμων: 2, gen. δεισιδαίμονος
1 богобоязненный, благочестивый Xen., Arst.;
2 суеверный Luc., Diod.
English (Thayer)
δεισιδαιμον, genitive δεισιδαίμονος (δείδω to fear, and δαίμων deity), fearing the deity or deities, like the Latin religiosus; used either
1. in a good sense, reverencing god or the gods, pious, religious: Xenophon, Cyril 3,3, 58; Ages. 11,8; Aristotle, pol. 5,11 (p. 1315a, 1); or
2. in a bad sense, superstitious: Theophrastus, char. 16 (22); Diodorus 1,62; 4,51; Plutarch, de adul. c. 16; de superstit. c. 10f Paul in the opening of his address to the Athenians, κατά πάντα δεισιδαιμονεστέρους (namely, than the rest of the Greeks (Winer's Grammar, 244 (229)), cf. Meyer at the passage), as being devout without the knowledge of the true God; cf. Bengel at the passage.
Greek Monolingual
ο (AM δεισιδαίμων, -ον)
αυτός που κατέχεται από δεισιδαιμονίες, ο προληπτικός
αρχ.
1. ο ευσεβής, ο θεοσεβής
2. φρ. «δεισιδαίμων διάθεσις» — δεισιδαιμονία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < (θ.) δεισι- (< δείδω) + δαίμων. Η λ. δεισιδαίμων ανήκει στην κατηγορία τών αρχαίων συνθέτων που, ακολουθώντας κατά τη σύνθεση έναν αρχαϊκό σχηματισμό, έχουν συνήθως ως α' συνθετικό τους ρηματικό όνομα που λήγει σε -τι- ή -(σ)ι (πρβλ. αερσίλοφος, αλεξίκακος, βροντησικέραυνος, τερψίμβροτος κ.ά.)].
Greek Monotonic
δεισιδαίμων: -ον (δείδω), αυτός που φοβάται τους θεούς:
1. με θετική σημασία, όπως το ευσεβής, θρήσκος, πιστός, ευλαβής, σε Ξεν.
2. με αρνητική σημασία, προληπτικός, θρησκόληπτος, φανατικός, σε Θεόκρ. — Συγκρ. -έστερος, μάλλον, κάπως προληπτικός, σε Καινή Διαθήκη
Greek (Liddell-Scott)
δεισιδαίμων: -ον, (δείδω) ὁ φοβούμενος τοὺς θεοῦς ἢ δαίμονας: 1) ἐπὶ καλῆς σημασίας, ὡς τὸ εὐσεβής, ὁ τοὺς θεοὺς φοβούμενος, θρῆσκος, εὐλαβής, Ξεν. Κύρ. 3. 3, 58, Ἀγησ. 11, 8· δ. εἶναι καὶ φροντίζειν τῶν θεῶν Ἀριστ. Πολ. 5. 11, 25· φίλος θνητοῖς, εἴς τ’ ἀθανάτους δ. Ἐπιγράμμ. Ἑλλ. 607. 2) ἐπὶ κακῆς σημασίας, πλήρης δεισιδαιμονίας, «φανατικός», Θεόφρ. Χαρ. 16· δ. διάθεσις = δεισιδαιμονία (ὃ ἴδε), Διόδ. 1. 62. – Συγκρ. –έστερος, Πράξ. Ἀποστ. ιζ΄, 22, πρβλ. Διογ. Λ. 2. 131· ὑπερθ. –έστατος Λουκ. Ὑπ. Εἰκ. 27. – Ἐπίρρ. –όνως αὐτόθι 7.
Middle Liddell
δείδω
fearing the gods:
I. in good sense, like εὐσεβής, pious, religious, Xen.
2. in bad sense, superstitious, bigoted, Theophr.—comp. -έστερος, somewhat superstitious, NTest.
Chinese
原文音譯:deisidaimonšsteroj 得西-呆摩尼士帖羅士
詞類次數:形容詞(1)
原文字根:畏懼-教
字義溯源:很迷信的,宗教信仰的,敬畏鬼神的;由(δειλός)=膽怯的)與(δαίμων)=鬼)組成;其中 (δειλός)出自(δέομαι)X*=畏懼),而 (δαίμων)出自(δαίμων)X*=分配幸運)
出現次數:總共(1);徒(1)
譯字彙編:
1) 敬畏鬼神(1) 徒17:22
Mantoulidis Etymological
(=αὐτός πού φοβᾶται τό Θεό, θρῆσκος). Σύνθετο ἀπό τό δείδω + δαίμων. Δές γιά περισσότερα παράγωγα στό ρῆμα δείδω.