δωδεκάδωρος

Revision as of 22:24, 30 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (4)

English (LSJ)

ον,

   A twelve palms long, κέρα AP6.96 (Eryc.).

German (Pape)

[Seite 693] von zwölf Spannen od. Handbreiten, Eryc. 1 (VI, 96).

Greek (Liddell-Scott)

δωδεκάδωρος: -ον, ἔχων μῆκος δώδεκα παλαμῶν, Ἀνθ. Π. 6. 96.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
long, large, haut de douze palmes.
Étymologie: δώδεκα, δῶρον².

Spanish (DGE)

-ον
de doce palmos de longitud κέρα AP 6.96 (Eryc.), ἅμαξα Sch.Hes.Op.426a.

Greek Monolingual

δωδεκάδωρος, -ον (Α)
φρ. «κέρα δωδεκάδωρα» — κέρατα μήκους δώδεκα παλαμών.

Greek Monotonic

δωδεκάδωρος: -ον (δῶρον II), αυτός που έχει μήκος ίσο με δώδεκα παλάμες, σε Ανθ.