δωδεκάδωρος
From LSJ
English (LSJ)
δωδεκάδωρον, twelve palms long, κέρα AP6.96 (Eryc.).
Spanish (DGE)
-ον
de doce palmos de longitud κέρα AP 6.96 (Eryc.), ἅμαξα Sch.Hes.Op.426a.
German (Pape)
[Seite 693] von zwölf Spannen od. Handbreiten, Eryc. 1 (VI, 96).
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
long, large, haut de douze palmes.
Étymologie: δώδεκα, δῶρον².
Russian (Dvoretsky)
δωδεκάδωρος: δῶρον 3] длиной в двенадцать доров (κέρα Anth.).
Greek (Liddell-Scott)
δωδεκάδωρος: -ον, ἔχων μῆκος δώδεκα παλαμῶν, Ἀνθ. Π. 6. 96.
Greek Monolingual
δωδεκάδωρος, -ον (Α)
φρ. «κέρα δωδεκάδωρα» — κέρατα μήκους δώδεκα παλαμών.
Greek Monotonic
δωδεκάδωρος: -ον (δῶρον II), αυτός που έχει μήκος ίσο με δώδεκα παλάμες, σε Ανθ.