ἔκλησις

Revision as of 22:32, 30 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (4)

English (LSJ)

εως, ἡ,

   A forgetting and forgiving, Od.24.485.

German (Pape)

[Seite 767] ἡ, gänzliches Vergessen, Od. 24, 485.

Greek (Liddell-Scott)

ἔκλησις: -εως, ἡ, πλήρης λήθη, κατ’ ἐπίτασιν ἐκ τοῦ λῆσις, λήθη, Ὀδ. Ω. 485.

French (Bailly abrégé)

εως (ἡ) :
oubli.
Étymologie: ἐκλανθάνω.

English (Autenrieth)

(λήθω): forgetting and forgiving, Od. 24.485†.

Spanish (DGE)

-εως, ἡ olvido, perdón definitivo φόνοιο Od.24.485.

Greek Monolingual

ἔκλησις, η (Α)
πλήρης λήθη, απόλυτη λησμονιά.

Greek Monotonic

ἔκλησις: -εως, ἡ (ἐκλαθέσθαι), επιείκεια και ευσπλαχνία, συγχώρεση, σε Ομήρ. Οδ.