Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

επιείκεια

From LSJ

Ἀλλ’ ἐσθ’ ὁ θάνατος λοῖσθος ἰατρός κακῶν → But death is the ultimate healer of ills

Sophocles, Fragment 698

Greek Monolingual

η (AM ἐπιείκεια) επιεικής
συγκαταβατικότητα, μετριοπάθεια, κρίση ή τιμωρία με ηπιότηταζητώ την επιείκεια του δικαστηρίου», «παρακαλῶ ἀκοῦσαί σε ἡμῶν συντόμως τῇ σῇ ἐπιεικείᾳ», ΚΔ)
αρχ.-μσν.
1. τήρηση του μέτρου, σύνεση
2. καλοσύνη, αγαθότητα
αρχ.
1. το λογικό, το εύλογο («λόγος ἔχει ἐπιείκειάν τινα»)
2. (για πρόσ.) ευθύτητα στη συμπεριφορά απέναντι σε κάποιον («ἡ ἐπιείκεια πρὸς τοὺς μέλλοντας ἐπιτηδείους», Θουκ.)
3. προσωποπ. θεότητα της επιείκειας («το γε τῆς Ἐπιεικείας ἱερόν», Πλούτ.).