ἕκπλεθρος

Revision as of 22:32, 30 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (4)

English (LSJ)

ον,

   A six plethra long, Phryn.387 ; in ἕ. ἀγών, = στάδιον, E.El.883, and κῶλον ἕ. δρόμου Id.Med.1181 (where Sch. expl. μέγα καὶ ὑπερβαῖνον πλέθρου μέτρον) . is the better reading, narrowing.

German (Pape)

[Seite 773] sechs Plethren, also ein Stadium lang, ἀγών, = στάδιον, Eur. El. 883; δρόμος Med. 1181.

Greek (Liddell-Scott)

ἕκπλεθρος: -ον, ἔχων μῆκος ἓξ πλέθρων, ἕκπλ. ἀγὼν = στάδιον, Εὐρ. Ἠλ. 883· ἕκπλ. δρόμος ὁ αὐτ. Μήδ. 1181. ― Περὶ τοῦ τύπου ἴδε Λοβ. Φρύν. 414.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
long de six plèthres.
Étymologie: ἕξ, πλέθρον.

Spanish (DGE)

v. ἑξάπλεθρος.

Greek Monolingual

ἕκπλεθρος, -ον (Α)
αυτός που έχει μήκος έξι πλέθρων.

Greek Monotonic

ἕκπλεθρος: -ον (ἕξ, πλέθρον), αυτός που έχει μήκος έξι πλέθρα, δηλ. ενός σταδίου (184 μέτρων), σε Ευρ.