ἑξάπλεθρος

From LSJ

Σοφῷ παρ' ἀνδρὶ (Σοφοῦ παρ' ἀνδρὸς) πρῶτος εὑρέθη λόγος → Apud sapientem inventa est ratio primitus → Bei einem weisen Mann fand man zuerst Vernunft

Menander, Monostichoi, 487
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἑξάπλεθρος Medium diacritics: ἑξάπλεθρος Low diacritics: εξάπλεθρος Capitals: ΕΞΑΠΛΕΘΡΟΣ
Transliteration A: hexáplethros Transliteration B: hexaplethros Transliteration C: eksaplethros Beta Code: e(ca/pleqros

English (LSJ)

ἑξάπλεθρον, of six plethra, six plethra long, Hdt.2.149.

Spanish (DGE)

-ον
• Alolema(s): ἕκπλεθρος E.El.883, Med.1181; ἕξπ- Phryn.388
metrol. que mide seis pletros, e.e., unos 178 metros στάδιον Hdt.2.149, ἀγών E.El.l.c., κῶλον ἕκπλεθρον δρόμου E.Med.l.c., τὸ εὖρος ἑ. Arr.Ind.10.7, cf. Phryn.l.c.

German (Pape)

[Seite 871] sechs Plethren lang, Her. 2, 149.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
long de six plèthres ou arpents.
Étymologie: ἕξ, πλέθρον.

Russian (Dvoretsky)

ἑξάπλεθρος: размером в шесть плетров (ок. 185 м) Her.

Greek (Liddell-Scott)

ἑξάπλεθρος: -ον, ἓξ πλέθρων, ἔχων μῆκος ἓξ πλέθρων, Ἡρόδ. 2. 149.

Greek Monolingual

ἑξάπλεθρος, -ον (Α)
αυτός που έχει μήκος έξι πλέθρων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἕξ + πλέθρον.

Greek Monotonic

ἑξάπλεθρος: -ον (πλέθρον), αυτός που έχει μήκος έξι πλέθρα, δηλ. περίπου 1.200 πόδες, σε Ηρόδ.

Middle Liddell

ἑξά-πλεθρος, ον adj πλέθρον
six πλέθρα long, i. e. about 1200 feet, Hdt.