ἑξάπλεθρος
Σοφῷ παρ' ἀνδρὶ (Σοφοῦ παρ' ἀνδρὸς) πρῶτος εὑρέθη λόγος → Apud sapientem inventa est ratio primitus → Bei einem weisen Mann fand man zuerst Vernunft
English (LSJ)
ἑξάπλεθρον, of six plethra, six plethra long, Hdt.2.149.
Spanish (DGE)
-ον
• Alolema(s): ἕκπλεθρος E.El.883, Med.1181; ἕξπ- Phryn.388
metrol. que mide seis pletros, e.e., unos 178 metros στάδιον Hdt.2.149, ἀγών E.El.l.c., κῶλον ἕκπλεθρον δρόμου E.Med.l.c., τὸ εὖρος ἑ. Arr.Ind.10.7, cf. Phryn.l.c.
German (Pape)
[Seite 871] sechs Plethren lang, Her. 2, 149.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
long de six plèthres ou arpents.
Étymologie: ἕξ, πλέθρον.
Russian (Dvoretsky)
ἑξάπλεθρος: размером в шесть плетров (ок. 185 м) Her.
Greek (Liddell-Scott)
ἑξάπλεθρος: -ον, ἓξ πλέθρων, ἔχων μῆκος ἓξ πλέθρων, Ἡρόδ. 2. 149.
Greek Monolingual
ἑξάπλεθρος, -ον (Α)
αυτός που έχει μήκος έξι πλέθρων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἕξ + πλέθρον.
Greek Monotonic
ἑξάπλεθρος: -ον (πλέθρον), αυτός που έχει μήκος έξι πλέθρα, δηλ. περίπου 1.200 πόδες, σε Ηρόδ.
Middle Liddell
ἑξά-πλεθρος, ον adj πλέθρον
six πλέθρα long, i. e. about 1200 feet, Hdt.