ἔκπεμψις

Revision as of 22:32, 30 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (4)

English (LSJ)

εως, ἡ,

   A sending out or forth, στρατιᾶς Th.4.85, cf. SIG 285.8.    2 emission, expulsion, πνεύματος Gal.UP6.2.

German (Pape)

[Seite 771] ἡ, die Aussendung. Thuc. 4, 85.

Greek (Liddell-Scott)

ἔκπεμψις: -εως, ἡ, ἀποστολή, στρατιᾶς Θουκ. 4. 85.

French (Bailly abrégé)

εως (ἡ) :
envoi.
Étymologie: ἐκπέμπω.

Spanish (DGE)

-εως, ἡ
1 envío c. gen. obj. ἡ μὲν ἔ. μου καὶ τῆς στρατιᾶς ὑπὸ Λακεδαιμονίων Th.4.85, τῶν ἀναιρησόντων I.AI 9.53
envío en una misión ἐκύρωσε νόμῳ τὴν ἔκπεμψιν τοῦ Κάτωνος Plu.Cat.Mi.34
despido, evacuación de una guarnición que ocupaba la ciudad IEryth.21.8 (IV a.C.).
2 fisiol. expulsión ἐκ τοῦ πλεύμονός τε καὶ εἰς τὸν πλεύμονα τήν θ' ὁλκὴν τοῦ πνεύματος ἡ καρδία καὶ αὖθις τὴν ἔκπεμψιν ποιεῖται Gal.3.414.
3 sent. dud., prob. ofrecimiento, consagración de panes, Clem.Al.Strom.6.4.37.

Greek Monolingual

ἔκπεμψις, η (AM)
1. αποστολή σε ξένη χώρα
2. (για το Άγιο Πνεύμα) η εκπόρευση
αρχ.
εξαγωγή.

Greek Monotonic

ἔκπεμψις: -εως, ἡ, αποστολή προς τα έξω, σε Θουκ.