ἀποστολή
English (LSJ)
ἡ, (ἀποστέλλω)
A sending off or sending away, E.IA688, Ph.1043(lyr., pl.); dispatching, νεῶν Th.8.9; sending forth on their journey, ξένων ὑποδοχὰς καὶ ἀ. Arist.EN1123a3, cf. IG2.238.15; δοῦναί τι ἀποστολάς τινι give as a parting gift, LXX 3 Ki.9.16, cf. 1 Ma.2.18.
2 shooting, discharge, βέλους Ph.Bel. 68.33.
3 discharge from service, οὐκ ἔστιν ἀ. ἐν ἡμέρᾳ πολέμου LXX Ec.8.8.
4 payment of tribute, Jul.Ep.204.
II (from Pass.) expedition, Th.8.8.
2 apostleship, 1 Ep.Cor.9.2, Ep.Gal.2.8.
Spanish (DGE)
-ῆς, ἡ
I 1envío c. gen. obj. de pers. o cosas τῶν νεῶν Th.8.9, τῶν παίδων Arist.Rh.1400b12, πρεσβειῶν ἀποστολαί embajadas D.H.8.64, ἀ. βέλους disparo Ph.Bel.68.33, cf. Plb.1.42.13, IM 105.71 (II a.C.), τῆς χιόνος ἀ. el envío de nieve Olymp.Iob 37.6.
2 despedida con motivo de la boda ἀποστολαὶ ... μακάριαι E.IA 688
•c. gen. ξένων ὑποδοχὰς καὶ ἀποστολάς Arist.EN 1123a3
•licencia οὐκ ἔστιν ἀ. ἐν τῷ πολέμῳ LXX Ec.8.8.
3 exilio ἐν λιμῷ καὶ ἐν ἀποστολῇ LXX Ie.39.36, cf. Ba.2.25.
4 brote fig. de los senos de una mujer ἀποστολαί σου παράδεισος tus senos son una floresta LXX Ca.4.13.
II mandato ἔβα Πυθίαις ἀποστολαῖσιν Οἰδίπους E.Ph.1043
•orden, despacho c. gen. subjet. de pers. τὴν ἀποστολὴν τῶν ὑπάτων ... τὴν πρὸς Ἴστρους Plb.25.4.1, ἐξ ἀποστολῆς τοῦ ... Καίσαρος Iust.Phil.Apol.68.3 (ap. crít.).
III 1dádiva, regalo ἀργυρίῳ καὶ χρυσίῳ καὶ ἀποστολαῖς LXX 1Ma.2.18, cf. PFay.118.13 (II d.C.), Epiph.Const.Haer.19.4 (p.222.3).
2 dote δοῦναι αὐτὴν (una ciudad) ἀποστολὰς τῇ θυγατρί LXX 3Re.9.16 (ap. crít.).
3 aportación para mantenimiento del patriarcado de Jerusalén, Iul.Ep.204.397c.
IV expedición ἔχοντες ἐς τὴν ἀποστολὴν πέντε καὶ εἴκοσι τάλαντα Th.8.8, χρυσίον διδόναι εἰς ἀποστολήν Pl.Ep.309c
•en lit. crist. apostolado δι' οὗ (Χριστοῦ) ἐλάβομεν χάριν καὶ ἀποστολήν Ep.Rom.1.5, cf. Ep.Gal.2.8, Act.Ap.1.25.
V viaje de regreso, IParion 2.2 (II d.C.).
German (Pape)
[Seite 327] ἡ, die Absendung, Plut. Timol. 1; bes. der Flotte, Thuc. 8, 8; Abreise, Pol. 26, 7, 1; N.T. das Apostelamt.
French (Bailly abrégé)
ῆς (ἡ) :
départ (de troupes);
NT: envoi au loin ; apostolat ; le fait d'être libéré.
Étymologie: ἀποστέλλω.
Russian (Dvoretsky)
ἀποστολή: ἡ
1 отправление, снаряжение, посылка (Eur.; νεῶν Thuc.);
2 проводы (ξένων ὑποδοχαὶ καὶ ἀποστολαί Arst.);
3 отъезд, экспедиция Thuc., Polyb., Plut.;
4 апостольство NT.
Greek (Liddell-Scott)
ἀποστολή: ἡ, (ἀποστέλλω) ἡ μακρὰν ἢ εἰς τὰ ἔξω ἀποστολή, Ψευδο-Εὐρ. Ι. Α. 688· Πυθίαις ἀποστολαῖσιν Εὐρ. Φοίν. 1043: - ἀπόπλους, τῶν νεῶν Θουκ. 8.9: τὸ προπέμπειν, ξένων ὑποδοχὰς καὶ ἀπ. Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 4, 2, 15· δοῦναί τι ἀποστολάς τινι, ὡς δῶρον ἀποχωρισμοῦ, Ἑβδ. (Βασιλ. Γ΄ Θ΄, 16 Ἀλεξ. Κῶδ.). 2) ἐξακόντισις, βελῶν Φίλων Βελοπ. 69. ΙΙ. (ἐκ τοῦ παθ.) ἀναχώρησις, ἐκστρατεία, Θουκ. 8.8. 2) τὸ ἀξίωμα τοῦ ἀποστόλου, ἡ ἀποστολὴ αὐτοῦ, Ἐπιστ. π. Κορ. Α΄, θ΄, 2, π. Γαλάτ. β΄ 8. ἀποστολίκιον, τό, ἀποστολικὸν ἢ ἀρχιερατικὸν ἔνδυμα, Ἀχμ. Ὀνειρ. 158.
English (Strong)
from ἀποστέλλω; commission, i.e. (specially) apostolate: apostleship.
English (Thayer)
ἀποστολῆς, ἡ (ἀποστέλλω);
1. a sending away: Τιμολεοντος εἰς Σικελιαν, Plutarch, Timol. 1, etc.; of the sending off of a fleet, Thucydides 8,9; also of consuls with an army, i. e. of an expedition, Polybius 26,7, 1.
2. a sending away i. e. dismission, release: the Sept. a thing sent, esp of gifts: Alex.); the office and dignity of the apostles of Christ (Vulg. apostolatus), apostolate, apostleship: Galatians 2:8.
Greek Monolingual
η (ΑΜ ἀποστολή) αποστέλλω
το να αποστέλλει κανείς κάτι
νεοελλ.
1. σπουδαίο έργο προς εκτέλεση, σκοπός της ζωής, προορισμός
2. ομάδα προσώπων που στέλνονται κάπου για ορισμένο σκοπό, αντιπροσωπεία
3. χώρος ή κτήριο όπου είναι εγκατεστημένη η αντιπροσωπεία
4. ειδική υπηρεσία που ανατίθεται σε στρατιωτικούς, διπλωμάτες κ.λπ.
αρχ.
1. εκτόξευση, εξακόντιση
2. απαλλαγή από υπηρεσία
3. εκστρατεία
4. φρ. «δίδωμί τι ἀποστολάς τινι» — δίνω κάτι σε κάποιον ως δώρο αποχωρισμού.
Greek Monotonic
ἀποστολή: ἡ (ἀποστέλλω)·
I. η ενέργεια του να αποστείλει κάποιος μακριά ή εκτός της πόλεως κάποιον άλλον, ανάθεση υπηρεσίας ή αντιπροσώπευσης στην αλλοδαπή, σε Ευρ., Θουκ.
II. 1. (από Παθ. τύπο), αναχώρηση, εκστρατεία, σε Θουκ.
2. το αξίωμα ή το καθήκον των Αποστόλων, η αποστολή τους να κηρύξουν το Θείο Λόγο, σε Καινή Διαθήκη
Middle Liddell
ἀποστέλλω
I. a sending off or away, despatching, Eur., Thuc.
II. (from Pass.) a going away, an expedition, Thuc.
2. the office of an apostle, apostleship, NTest.
Chinese
原文音譯:¢postol» 阿坡-士拖累
詞類次數:名詞(4)
原文字根:從-安放
字義溯源:受差遣的,使徒,作使徒,使徒的職分;源自(ἀποστέλλω / ἐμπέμπω)=打發);由(ἀπό / ἀπαρτί / ἀποπέμπω)*=從,出,離)與(στέλλω)*=阻止,指使)組成。有位解經家說:在新約這字是明晰的指著(主耶穌之使徒)使徒的職分,其產生與執行( 徒1:25; 羅1:5; 林前9:2)
出現次數:總共(4);徒(1);羅(1);林前(1);加(1)
譯字彙編:
1) 使徒(2) 徒1:25; 林前9:2;
2) 作使徒(1) 加2:8;
3) 使徒職分(1) 羅1:5
English (Woodhouse)
Lexicon Thucydideum
missio, discharge, dismissal, 8.8.1, (subaud. understand νεῶν). 8.9.3.
Translations
exile
Albanian: mërgim, syrgjyn, internim; Arabic: نَفْي, تَبْعِيد; Aramaic: גלותא; Armenian: աքսոր, աքսորում; Asturian: exiliu, estierru, destierru; Azerbaijani: sürgün; Bashkir: һөргөн; Belarusian: выгнанне, засланне; Bulgarian: изгнание, заточение; Catalan: exili, bandejament, desterrament; Chinese Mandarin: 流亡, 放逐, 流放; Czech: vyhnanství, exil; Danish: eksil; Dutch: ballingschap, verbanning; Estonian: eksiil, maapagu; Finnish: maanpako, maanpakolaisuus; French: exil; Galician: exilio, desterro; Georgian: გაძევება, განდევნა; German: Exil, Verbannung; Greek: εξορία; Ancient Greek: ἀποδημία, ἀποξένωσις, ἀποστολή, ἀφορισμός, δημηλασία, δηπορτατίων, ἐκβολή, ἐκδημία, ἔκπτωσις, ἔλασις, ἐξορία; Hebrew: גָּלוּת; Hindi: निर्वासन; Hungarian: száműzés, száműzetés; Icelandic: útlegð; Indonesian: pengasingan, eksil; Irish: deoraíocht; Italian: esilio; Japanese: 亡命, 追放; Kazakh: айдалу, қуғын, сүргін; Korean: 망명(亡命), 추방(追放); Kurdish Northern Kurdish: sirgûn; Kyrgyz: сүргүн; Latin: exsilium, ablegatio; Latvian: trimda, izraidījums; Lithuanian: tremtis; Macedonian: изгнанство, прогонство, егзил; Malay: buangan, eksil; Maltese: eżilju; Manx: joarreeaght, joarreeys; Maori: whakapakotanga; Norwegian Bokmål: eksil, utlendighet; Nynorsk: eksil; Occitan: exili; Old English: wræc; Persian: تبعید; Polish: uchodźstwo, wygnanie, banicja, zesłanie; Portuguese: exílio, desterro; Romanian: exil, exilare; Russian: ссылка, изгнание; Serbo-Croatian Cyrillic: изгна̀нство, про̀го̄нство, ѐгзӣл, ѝзгон; Roman: izgnànstvo, prògōnstvo, ègzīl, ìzgon; Slovak: vyhnanstvo, exil; Slovene: pregnanstvo, izgnanstvo, izgon; Spanish: exilio, destierro; Swedish: exil, landsflykt; Tajik: бадарға, табъид; Tatar: сөрген; Thai: การเนรเทศ; Turkish: sürgün; Turkmen: sürgün; Ukrainian: вигнання, заслання, екзиль, екзил; Uyghur: سۈرگۈن; Uzbek: surgun; Volapük: xil; Welsh: alltudiaeth
apostleship
French: apostolat; German: Apostelamt; Gothic: 𐌰𐍀𐌰𐌿𐍃𐍄𐌰𐌿𐌻𐌴𐌹; Ancient Greek: ἀποστολή; Irish: aspalacht; Polish: apostolat; Portuguese: apostolado; Romanian: apostolat; Spanish: apostolado; Swedish: apostlaskap