ἐκσμάω

Revision as of 22:36, 30 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (4)

English (LSJ)

   A wipe out, τὰ ποτήρια Hdt.3.148.

German (Pape)

[Seite 778] (s. σμάω), aus-, abwischen; τὰ ποτήρια ἐξέσμων Her. 3, 148.

Greek (Liddell-Scott)

ἐκσμάω: ἐκσμήχω, σπογγίζω, ἐξέσμων ποτήρια Ἡρόδ. 3. 148· «ἐξέσμων· ἔσμηχον· καὶ ἔσμων δὲ τὸ αὐτὸ» Ἡσύχ.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
essuyer des vases.
Étymologie: ἐκ, σμάω.

Spanish (DGE)

limpiar, pulir ἐξέσμων αὐτά (τὰ ποτήρια) Hdt.3.148.

Greek Monolingual

ἐκσμάω (Α)
σφουγγίζω, ξεπλένω, εξαλείφω («οἱ θεράποντες αὐτοῡ ἐξέσμων αὐτά [τὰ ποτήρια]», Ηροδ.).

Greek Monotonic

ἐκσμάω: σφουγγίζω, σκουπίζω καθαρά, σε Ηρόδ.