σφουγγίζω
From LSJ
ἁρμονίη ἀφανὴς φανερῆς κρείττων → the hidden attunement is better than the obvious one, invisible connection is stronger than visible, harmony we can't see is stronger than harmony we can, unseen harmony is stronger than what we can see
Greek Monolingual
και σπογγίζω ΝΜΑ, και σφογγίζω ΝΜ
1. καθαρίζω μια επιφάνεια με σφουγγάρι, με σπόγγο
2. καθαρίζω ακαθαρσία ή υγρασία (α. «σφούγισε τα χείλια σου!» β. «να σφουγγιστείς καλά στην πλάτη με την πετσέτα»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < αρχ. σπογγίζω (για την εναλλαγή π/φ πρβλ σπόγγος / σφόγγος) με κώφωση του /ο/ σε /u/ (πρβλ. κώδων: κουδούνι)].