ἐνναέτηρος

Revision as of 22:44, 30 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (4)

English (LSJ)

ον, = sq.,

   A nine years old, Hes.Op.436.

Greek (Liddell-Scott)

ἐνναέτηρος: -ον, = τῷ ἑπομ., Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 434.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
âgé de neuf ans.
Étymologie: ἐννέα, ἔτος.

Spanish (DGE)

-ου
de nueve años de edad βόε δ' ἐνναετήρω dos bueyes de nueve años Hes.Op.436, de un niño, Nonn.D.9.169.

Greek Monolingual

ἐνναέτηρος, -ον (AM)
εννεαετής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < εννέα + -ετηρος < έτος + -ηρος].

Greek Monotonic

ἐνναέτηρος: -ον (ἔτος) = το επόμ., εννιά ετών (ηλικιακά), σε Ησίοδ.