ἐνυφαντός

Revision as of 22:48, 30 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (4)

English (LSJ)

όν,

   A inwoven, Theoc.15.83.

Greek (Liddell-Scott)

ἐνῠφαντός: -όν, ὑφαντός, «κεντημένος» ἔν τινι, Θεόκρ. 15. 83.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
tissé, brodé.
Étymologie: ἐνυφαίνω.

Spanish (DGE)

(ἐνῠφαντός) -όν tejidode figuras en un tapiz, Theoc.15.83.

Greek Monolingual

ἐνυφαντός, -όν (Α)
υφαντός, ενυφασμένος.

Greek Monotonic

ἐνῠφαντός: -όν, υφαντός, κεντημένος, σε Θεόκρ.