ἐπικερδαίνω

Revision as of 22:52, 30 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (4)

English (LSJ)

   A gain besides, ἐνιαυτὸν τῇ ἀρχῇ Plu.Flam.3.

German (Pape)

[Seite 948] dazu gewinnen, ἐνιαυτὸν ἐπικερδᾶναι τῇ ἀρχῇ Plut. Flamin. 3.

French (Bailly abrégé)

gagner en outre.
Étymologie: ἐπί, κερδαίνω.

Greek Monolingual

ἐπικερδαίνω (Α) κερδαίνω
κερδίζω επί πλέον, καρπώνομαι περισσότερο.

Greek Monotonic

ἐπικερδαίνω: κερδίζω επιπροσθέτως, σε Πλούτ.