κερδίζω
Ψευδὴς διαβολὴ τὸν βίον λυμαίνεται → Vitam dissociat mentiens calumnia → Verlogene Verleumdung bringt dem Leben Schmach
English (LSJ)
gain, Sch. rec. Pi. O. 1.84.
German (Pape)
[Seite 1423] = κερδαίνω, Sp., wie Schol. Pind. Ol. 1, 84.
Greek (Liddell-Scott)
κερδίζω: κερδαίνω, Σχολ. νεώτ. εἰς Πίνδ. Ο. 1. 84.
Greek Monolingual
και κερδώ και κερδάω και κερδεύω (ΑΜ κερδίζω) κέρδος
αποκτώ κέρδος, αποκομίζω όφελος, ωφελούμαι (α. «κέρδισα πολλά από τη φιλία μας» β. «τί κέρδισες;»)
νεοελλ.
1. βγάζω χρήματα, αποκτώ χρήματα από την εργασία μου («όσα κερδίζει τά σπαταλά σε γλέντια»)
2. επιτυγχάνω κάτι από τύχη ή με τη δική μου ικανότητα (α. «κέρδισε τον πρώτο αριθμό του λαχείου» β. «κέρδισε το πρώτο βραβείο»)
3. βρίσκομαι σε πλεονεκτικότερη θέση («κερδίζει σε ύψος»)
4. κάνω καλύτερη εντύπωση, φαίνομαι καλύτερος («κερδίζει από κοντά» — φαίνεται ωραιότερος ή καλύτερος όταν τον πλησιάσεις και τον συναναστραφείς)
5. φρ. α) «κερδίζω το ψωμί μου» — αποκτώ τα αναγκαία για να ζήσω
β) «κερδίζω έδαφος» — κάνω πρόοδο, υπερτερώ
γ) «κερδίζω χρόνο» ή «κερδίζω καιρό» — επωφελούμαι από κάποια αναβολή για να προετοιμαστώ καλύτερα
δ) «ο άρρωστος κερδίζει ώρες» — ο άρρωστος είναι ετοιμοθάνατος
νεοελλ.-μσν.
1. νικώ σε κάποιο αγώνα, βγαίνω νικητής από κάποιο αγώνα, υπερισχύω («κέρδισε τις εκλογές»)
2. γίνομαι κύριος, αποκτώ, κυριεύω κάτι
3. (με ηθική σημ.) αποκτώ κάτι καλό, κατορθώνω να αποκτήσω κάτι (α. «κέρδισα την εμπιστοσύνη του» β. «κέρδισε την καρδιά της»)
μσν.
φρ. α) «κερδίζω θάνατον» — θανατώνομαι, φονεύομαι
β) «κακῶς κερδίζω» — ζημιώνομαι
γ) «μὲ κερδίζει ὁ θάνατος» — πεθαίνω.