ον, = sq., Heraclit. ap. Luc.Vit.Auct.14.
[Seite 948] = Folgdm, Heraclit. bei Luc. vit. auct. 14.
ος, ον :sujet à la mort, mortel, périssable.Étymologie: ἐπί, κῆρ.
ἐπικήριος: τό, = το επόμ., σε Ηράκλειτ. παρά Λουκ.