ἐπίκαρ

Revision as of 22:56, 30 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (4)

English (LSJ)

Adv.

   A head-foremost, better divisim ἐπὶ κάρ, v. κάρ 11.

German (Pape)

[Seite 945] auf dem Kopfe, kopfüber, vgl. ἀνάκαρ, Il. 16, 392, richtiger getrennt geschr.

Greek (Liddell-Scott)

ἐπίκᾰρ: Ἐπίρρ., ἐπὶ κεφαλήν, εἰς τὸ κάταντες, ἀλλὰ κάλλιον διῃρημένως, ἐπὶ κάρ. ἴδε κὰρ Π. Ἡσύχ.

English (Autenrieth)

see κάρ.

Greek Monolingual

ἐπίκαρ και ἐπὶ κὰρ (Α)
επίρρ. πάνω στο κεφάλι, κατακέφαλα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + καρ «κεφάλι»].

Greek Monotonic

ἐπίκᾰρ: επίρρ., στο κεφάλι, βλ. κάρ II.