κατακέφαλα
From LSJ
κοινὴ γὰρ ἡ τύχη καὶ τὸ μέλλον ἀόρατον → fortune is common to all, the future is unknown | fortune is common to all and the future unknown | fate is common to all and the future unknown
English (LSJ)
Adv., for κατὰ κεφαλῆς, head downwards, Teucer in BollSphaerap.17, Gp.10.30; from head to foot, λούσασθαι IG22.1365, 1366.
German (Pape)
[Seite 1352] = κατὰ κεφαλῆς, kopfunten, umgekehrt, Sp., wie Geop.
Greek (Liddell-Scott)
κατακέφᾰλα: Ἐπίρρ. ἀντὶ κατὰ κεφαλῆς («μὲ τὸ κεφάλι κάτω»), Γεωπ. 10. 30· κ. λοῦσθαι Ἐπιγραφ. Ἀττ., πρβλ. ὑπερκέφαλα.
Greek Monolingual
(AM κατακέφαλα)
επίρρ. στη μέση του κεφαλιού
νεοελλ.-μσν.
με το κεφάλι προς τα κάτω ή προς τα εμπρός («έπεσε κατακέφαλα»).
[ΕΤΥΜΟΛ. «Σύνθ. εκ συναρπαγής» από την φρ. κατὰ κεφαλῆς].