ἐπικυΐσκομαι

Revision as of 22:56, 30 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (4)

English (LSJ)

   A become doubly pregnant, i.e. pregnant again before the first foetus is born, Hdt.3.108, Hp.Superf.1, Arist. GA773b28.

French (Bailly abrégé)

seul. prés;
c.
ἐπικυέω.

Greek Monolingual

ἐπικυΐσκομαι (Α) κυώ
(για έγκυο) συλλαμβάνω νέο έμβρυο στη μήτρα.

Greek Monotonic

ἐπικυΐσκομαι: Παθ., εγκυμονώ, κυοφορώ εκ νέου, σε Ηρόδ.