κυώ

From LSJ

Δεινότερον οὐδὲν ἄλλο μητρυιᾶς κακόν → Nulla est noverca pestis exitalior → Kein schlimmres Übel gibt's als eine Stiefmutter

Menander, Monostichoi, 127

Greek Monolingual

κυῶ, -έω (Α)
1. έχω στην κοιλιά μου, εγκυμονώ, είμαι έγκυος («ἡ δ' ἐκύει φίλον υἱόν», Ομ. Ιλ.)
2. μένω έγκυος, συλλαμβάνω («κατακλίνεταί τε παρ' αὐτῷ καὶ ἐκύησε τὸν Ἔρωτα», Πλάτ.)
3. (για καρπό) διαμορφώνομαι, σχηματίζομαι («ἔχει δὲ ἅμα καὶ τὸν νέον καὶ τὸν ἔνον καρπόν
ἀφαιρουμένου γὰρ θατέρου μετά κύνα, καὶ ὁ ἕτερος φανερὸς εὐθὺς κυούμενος
κυεῖ γὰρ ὥσπερ βότρυς ὁμοσχήμων», Θεόφρ.)
4. (για φυτά) παράγω άνθη
5. μτφ. α) κυοφορώ («ὧν κυεῖ περὶ ἐπιστήμης πειρᾶσθαι ἡμᾶς τῇ μαιευτικῇ τέχνη ἀπολῡσαι», Θεαίτ.)
β) έχω βάρος («ἡ ψυχή μου διὰ τὸ ὑβρίσθαι καὶ ὀργίζεσθαι... διῆγεν... ἀεὶ τοῦτο κυοῦσα», Ξεν.)
5. μέσ. κυοῦμαι, -έομαι
γεννώ, τίκτω
7. (το ουδ. της μτχ. μέσ. ενεστ. ως ουσ.) τὸ κυούμενον
το έμβρυο που βρίσκεται στη μήτρα
8. (το θηλ. της μτχ. μέσ. παρακμ. ως ουσ.) ἡ κεκυημένη
η γυναίκα που γέννησε, η λεχώνα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. κυῶ ανάγεται στη μηδενισμένη βαθμίδα ku- της ΙΕ ρίζας keu- «φουσκώνω, πρήζομαι-οίδημα» και συνδέεται με αρχ. ινδ. śvayati «είμαι, γίνομαι ισχυρός», αόρ. aśv-a-t, με λατ. inciens «έγκυος» (πιθ. δάνεια λ. από ἔγκυος), με λατ. cumulus «σωρός» και με τους τ. κύριος, κύαρ, κοῖλος.
ΠΑΡ. κύημα, κύησις, κύμα
αρχ.
κυηρός, κυητήριος, κυητικός, κυήτωρ, κύος.
ΣΥΝΘ. (Α' συνθετικό) αρχ. κυοτόκος, κυοτροφία, κύουρα
αρχ.-μσν.
κυοφόρος. (Β' συνθετικό) έγκυος
αρχ.
αποκυώ, αρρενοκυώ, εκκυώ, επικυώ, παρακυώ, προκυώ].