ἐπάλμενος

Revision as of 23:08, 30 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (4)

English (LSJ)

   A v. ἐφάλλομαι.

Greek (Liddell-Scott)

ἐπάλμενος: ἴδε ῥῆμα ἐφάλλομαι.

French (Bailly abrégé)

part. ao.2 ion. de ἐφάλλομαι.

English (Autenrieth)

see ἐφάλλομαι.

Greek Monotonic

ἐπάλμενος: μτχ. Επικ. αορ. βʹ του ἐφάλλομαι.