εὐποτμέω

Revision as of 23:12, 30 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (4)

English (LSJ)

   A to be lucky, fortunate, Plu.Aem.26.

Greek (Liddell-Scott)

εὐποτμέω: εἶμαι εὔποτμος, «καλότυχος», εὐτυχής, Πλουτάρχ. Αἰμίλ. 26.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
avoir un heureux sort, être heureux.
Étymologie: εὔποτμος.

Greek Monotonic

εὐποτμέω: μέλ. -ήσω, είμαι τυχερός, καλότυχος, σε Πλούτ.