A to be lucky, fortunate, Plu.Aem.26.
εὐποτμέω: εἶμαι εὔποτμος, «καλότυχος», εὐτυχής, Πλουτάρχ. Αἰμίλ. 26.
-ῶ :avoir un heureux sort, être heureux.Étymologie: εὔποτμος.
εὐποτμέω: μέλ. -ήσω, είμαι τυχερός, καλότυχος, σε Πλούτ.