Ἑωσφόρος
English (LSJ)
Dor. Ἀωσφόρος, ὁ,
A Bringer of morn, the Morning-star, Il.23.226, Hes.Th.381, Pi.I.4(3).24; = ἕσπερος and Ἀφροδίτης ἀστήρ, Ibyc.42, Pl.Ti.38d, Eudox.Ars5.2, Placit.2.15.4. (Trisyll. in Hom. and Pi., quadrisyll. in Hes. (s.v.l.): Ἀεσφόρος (cf. ἐασφόρος) is cj. in Pi. l.c.)
Greek (Liddell-Scott)
Ἑωσφόρος: Δωρ. Ἀωσφόρος, ὁ, ὁ φέρων τὴν πρωΐαν, Λατ. Lucifer, ὁ Ἑωθινὸς ἀστήρ, δηλ. ἡ Ἀφροδίτη, κοινῶς «Αὐγερινός», Ἰλ. Ψ. 266. Ἠσ. Θ. 381, Πινδ. Ι. 4. 40 (3. 42): πρβλ. φωσφόρος. Παρ’ Ὁμ. ἀείποτε τρισύλλ. κατὰ συνίζησιν. ― Ἐν τῇ ἐκκλησιαστικῇ γλώσσῃ = σατᾶν ἢ σατανᾶς, Ὠριγ. IV. 45C, Εὐσ. ΙΙΙ. 556Β, Γρηγ. Ναζ. 443Α, Εὐάγρ. 1220D. (Τὸ ἐν Ἡσαΐᾳ (ΙΔ΄, 12) χωρῖον: πῶς ἐξέπεσεν ἐκ τοῦ οὐρανοῦ ὁ ἑωσφόρος ὁ πρωῒ ἀνατέλλων; δὲν ἔχει σχέσιν πρὸς τὴν πτῶσιν τοῦ σατανᾶ).
Greek Monotonic
Ἑωσφόρος: Δωρ. Ἀωσφόρος, ὁ, αυτός που φέρνει την Αυγή, Λατ. Lucifer, το άστρο της Αυγής, ο Αυγερινός.