ἠπιοδίνητος

Revision as of 23:16, 30 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (4)

English (LSJ)

[δῑ], ον,

   A softly-rolling, βλέφαρα AP5.249 (Paul. Sil.).

Greek (Liddell-Scott)

ἠπῐοδίνητος: ῑ, ον, ἡσύχως, γλυκὰ περιδινούμενος, βλέφαρα Ἀνθ. Π. 5. 250.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
tourné doucement.
Étymologie: ἤπιος, δινέω.

Greek Monotonic

ἠπῐοδίνητος: [ῑ], -ον (δινέω), αυτός που περιστρέφεται ήρεμα, γλυκά, σε Ανθ.