ἠπιοδίνητος

From LSJ

νύμφην τ' ἄνυμφον παρθένον τ' ἀπάρθενον → wife unwed and virgin that is no virgin | bride that is no bride, virgin that is virgin no more | virgin wife and widowed maid | unwed bride and ravished virgin

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἠπῐοδίνητος Medium diacritics: ἠπιοδίνητος Low diacritics: ηπιοδίνητος Capitals: ΗΠΙΟΔΙΝΗΤΟΣ
Transliteration A: ēpiodínētos Transliteration B: ēpiodinētos Transliteration C: ipiodinitos Beta Code: h)piodi/nhtos

English (LSJ)

[δῑ], ον softly-rolling, βλέφαρα AP5.249 (Paul. Sil.).

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
tourné doucement.
Étymologie: ἤπιος, δινέω.

Russian (Dvoretsky)

ἠπιοδίνητος: (δῑ) тихо закатывающийся (βλέφαρα Anth.).

Greek (Liddell-Scott)

ἠπῐοδίνητος: ῑ, ον, ἡσύχως, γλυκὰ περιδινούμενος, βλέφαρα Ἀνθ. Π. 5. 250.

Greek Monotonic

ἠπῐοδίνητος: [ῑ], -ον (δινέω), αυτός που περιστρέφεται ήρεμα, γλυκά, σε Ανθ.

Middle Liddell

ἠπῐ¯ο-δίνητος, ον δινέω
softly-rolling, Anth.