θυμηγερέων

Revision as of 23:24, 30 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (5)

English (LSJ)

(θυμός, ἀγείρω)

   A gathering breath, collecting oneself, Od. 7.283.

German (Pape)

[Seite 1223] den Muth sammelnd, sich erholend, Od. 7, 283.

Greek (Liddell-Scott)

θῠμηγερέων: συνάγων ἑαυτόν, ἀναζωπυρῶν ἐαυτόν, «ἀνακτώμενος τὴν ψυχὴν» (Εὐστ.), Ὀδ. Η. 283˙ - τὸ ῥῆμα δὲν ἀπαντᾷ, πρβλ. ὀλιγηπελέων.

Greek Monotonic

θῡμηγερέων: (ἀγείρω), μτχ. με ενεστ. σε αχρηστία, αυτός που ανακτά την ψυχή του, συγκεντρώνει τον εαυτό του, σε Ομήρ. Οδ.