θυμηγερέων
From LSJ
ἡ τῶν θεῶν ὑπ' ἀνθρώπων παραγωγή → deceit of gods by humans
English (LSJ)
(θυμός, ἀγείρω) gathering breath, collecting oneself, Od. 7.283.
German (Pape)
[Seite 1223] den Muth sammelnd, sich erholend, Od. 7, 283.
Russian (Dvoretsky)
θῡμηγερέων: part. m ἀγείρω собирающий (последние) силы, еле живой (ἐκ δ᾽ ἔπεσον θ. Hom.).
Greek (Liddell-Scott)
θῠμηγερέων: συνάγων ἑαυτόν, ἀναζωπυρῶν ἐαυτόν, «ἀνακτώμενος τὴν ψυχὴν» (Εὐστ.), Ὀδ. Η. 283· - τὸ ῥῆμα δὲν ἀπαντᾷ, πρβλ. ὀλιγηπελέων.
Greek Monotonic
θῡμηγερέων: (ἀγείρω), μτχ. με ενεστ. σε αχρηστία, αυτός που ανακτά την ψυχή του, συγκεντρώνει τον εαυτό του, σε Ομήρ. Οδ.
Middle Liddell
ἀγείρω [a part. with no pres. in use]
gathering breath, collecting oneself, Od.