θυμηγερέων

From LSJ

ὁ δ' εὖ ἔρδων θεοὺς ἐλπίδι κυδροτέρᾳ σαίνει κέαρ → but he who does well to the gods cheers his heart with a more glorious hope

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: θῡμηγερέων Medium diacritics: θυμηγερέων Low diacritics: θυμηγερέων Capitals: ΘΥΜΗΓΕΡΕΩΝ
Transliteration A: thymēgeréōn Transliteration B: thymēgereōn Transliteration C: thymigereon Beta Code: qumhgere/wn

English (LSJ)

(θυμός, ἀγείρω) gathering breath, collecting oneself, Od. 7.283.

German (Pape)

[Seite 1223] den Muth sammelnd, sich erholend, Od. 7, 283.

Russian (Dvoretsky)

θῡμηγερέων: part. m ἀγείρω собирающий (последние) силы, еле живой (ἐκ δ᾽ ἔπεσον θ. Hom.).

Greek (Liddell-Scott)

θῠμηγερέων: συνάγων ἑαυτόν, ἀναζωπυρῶν ἐαυτόν, «ἀνακτώμενος τὴν ψυχὴν» (Εὐστ.), Ὀδ. Η. 283· - τὸ ῥῆμα δὲν ἀπαντᾷ, πρβλ. ὀλιγηπελέων.

Greek Monotonic

θῡμηγερέων: (ἀγείρω), μτχ. με ενεστ. σε αχρηστία, αυτός που ανακτά την ψυχή του, συγκεντρώνει τον εαυτό του, σε Ομήρ. Οδ.

Middle Liddell

ἀγείρω [a part. with no pres. in use]
gathering breath, collecting oneself, Od.