θήρευσις

Revision as of 23:32, 30 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (4)

English (LSJ)

εως, ἡ,

   A hunting, the chase, πεζῶν ib.824a: metaph., ὀνομάτων θηρεύσεις Id.Tht.166c.

German (Pape)

[Seite 1209] ἡ, das Jagen; neben ἄγρα Plat. Legg. VII, 824 a; übertr., ὀνομάτων Theaet. 166 c.

Greek (Liddell-Scott)

θήρευσις: -εως, ἡ, τὸ κυνήγιον, ἡ θήρα, Πλάτ. Νόμ. 824Α: μεταφ., ὀνομάτων θηρεύσεις ὁ αὐτ., ἐν Θεαιτ. 166C.

French (Bailly abrégé)

εως (ἡ) :
action de chasser, chasse, poursuite.
Étymologie: θηρεύω.

Greek Monolingual

θήρευσις, ἡ (Α) θηρεύω
η θήρα, το κυνήγι.

Greek Monotonic

θήρευσις: εως, ἡ (θηρεύω), κυνήγι, θήρα, σε Πλάτ.