κάρανος

Revision as of 23:36, 30 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (5)

English (LSJ)

[ᾰ], ο, (κάρα A)

   A a chief, X.HG1.4.3, cj. in Anacreont.15.3.

German (Pape)

[Seite 1325] ὁ (κάρα), der Häuptling, das Oberhaupt. Xen. Hell. 1, 4, 3, von ihm selbst durch κύριος erkl. Auch Anacr. 15, 3 für κοίρανε von Lennep hergestellt.

Greek (Liddell-Scott)

κάρᾱνος: ὁ, (κάρα) ἄρχων, κύριος, Ξεν. Ἑλλ. 1. 4, 3, Ἀνακρεόντ. 15. 3.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
chef souverain.
Étymologie: κάρα.

Greek Monolingual

κάρανος, ὁ (Α) κάρα
δωρ. τ. του κοίρανος.

Greek Monotonic

κάρᾱνος: ὁ (κάρα), αρχηγός, άρχοντας, ηγέτης, σε Ξεν.